- καθῆλιξ
- καθῆλιξ, λῐκος, ὁ, ἡ,A contemporary, Inscr.Prien.117.56(i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθήλιξ — καθῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἧλιξ «συνομήλικος»] … Dictionary of Greek
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek